- φωνή
- η1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων.2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός).3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου.4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή κατάλληλη για τραγούδι: Η φωνή του ψάλτη.5. (στην ποίηση), ήχος που παράγεται από άψυχα αντικείμενα: Η φωνή του δάσους.6. (για μουσικό όργανο), μουσικός φθόγγος, νότα: Από τη φυσαρμόνικά μου λείπουν δύο φωνές.7. (γραμμ.), σύστημα καταλήξεων του ρήματος, που με αυτές δηλώνεται η διάθεση του ρήματος: Ενεργητική φωνή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.